Ένα από τα παράδοξα φαινόμενα, που παρατηρήθηκαν στις καθημερινές μας συνήθειες, κατά τη διάρκεια της πρώτης αλλά και της δεύτερης ατελείωτης καραντίνας ήταν οι μικρές δημιουργικές εμμονές με το φαγητό. Κάποιοι εξ ημών ασχολούνταν με ζέση με την εξέλιξη της τέλειας συνταγής προζυμένιου ψωμιού με 3 ή 43 ημέρες προετοιμασίας, ενώ άλλοι αποφάσισαν να τονώσουν την αγορά και τις επιχειρήσεις εστίασης -εστιατόρια ή και γρήγορο φαγητό- που στράφηκαν μαζικά στην παράδοση κατ’ οίκον . Εμείς, ως γνωστοί γραφικοί, κάναμε το πρώτο πέρσι την άνοιξη ενώ από το Νοέμβρη προσπαθούμε να δοκιμάσουμε καθετί νεόκοπο στο γαστρονομικό χάρτη της Αθήνας.
Οι επιλογές τόσες πολλές, ενίοτε αδύνατο να διαλέξεις ανάμεσα στις αγαπημένες σου κατηγορίες. Οι δικές μας κατηγορίες πακέτων δε θα σε καταπλήξουν σε πρωτοτυπία αλλά προσφέρουν αναρίθμητες εναλλακτικές για όλα τα γούστα. Και σα να μην προβληματιστήκαμε αρκετά με το φαγητό, στη συνέχεια έρχεται και το δεύτερο ερώτημα. Αυτό, με τι κρασί το συνδυάζεις; Ήρθε η ώρα λοιπόν να δείτε τα first world προβλήματα ενός οινόφιλου ζευγαριού, που δε συμφωνεί πάντα στην ιδανική φιάλη.
Ας ξεκινήσουμε παραδοσιακά. Με sushi. Τι άλλο; Καλά, καλά, μη φωνάζετε, δεν το εννοούσα. Με σουβλάκι λοιπόν, που για εμάς είναι πάντα τυλιχτό με τραγανό χοιρινό γύρο ή σπέσιαλ χειροποίητο χοιρινό καλαμάκι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με συντρόφους κλασικούς, τομάτα, κρεμμύδι, τζατζίκι, καλοψημένη πίτα (και… πατάτες για τον ακατανόμαστο). Όταν θυμάται τα χρόνια του στη Θεσσαλονίκη με ρεζιλεύει παραγγέλνοντας γύρο με μουστάρδα.
Διαλέγω για το σουβλάκι μου το μοντέρνο κι εκφραστικό Ni από τη σειρά MiNiMus της Χλόης Χατζηβαρύτη ενώ ο Μάκης επιλέγει τις απίθανες φούσκες του The Illustrious της συνεργασίας Hartman-Molavi από τα οινοποιεία Καρανίκα και Μανουσάκη.
Μετά θα περάσουμε στην επίσημη αγαπημένη από τη γείτονα χώρα, τη φίλη μας την πίτσα. Πάντα με λεπτό ζυμάρι, παρακαλώ. Με τις επιλογές πλέον να είναι άπειρες και οι συνδυασμοί ευφάνταστοι, αποκλείοντας ευθαρσώς και θαρραλέα τον ανανά και την αντζούγια, δεν έχουμε άλλες προκαταλήψεις στα υλικά. Συνήθως προτιμάμε λίγα και καλά. Όπως τη βασανιστικά κρεμώδη mozzarella di buffala, μια καπνιστή πρόβολα, πεντανόστιμη salsiccia ή φλογερή nduja. Διαφορετικά καταλήγουμε εύκολα σε μια κλασική Ιταλίδα, μια ναπολιτάνα Μαργαρίτα.
Η πίτσα μου ζητά ξεκάθαρα ζουμερό Xinomavraw από το οινοποιείο Oenops, ενώ του διπλανού μια ντελικάτη Λημνιώνα από το οινοποιείο Ντούγκου.
Και βεβαίως θα συνεχίσουμε με burgers. Πλέον όλοι πασχίζουν για το τέλειο πατατόψωμο στο σπίτι, αλλά μιας και αποδεικνύεται δύσκολη πίστα για τους περισσότερους (και για εμάς βεβαίως βεβαίως), ως τότε παραγγέλνουμε το burger μας με ζουμερό μοσχαρίσιο μπιφτέκι με καραμελωμένο κρεμμύδι, τραγανό μπέικον και τη σάλτσα που τραβά η όρεξή μας εκείνο το βράδυ. Αυγά και μανιτάρια προστίθενται σε σπάνιες περιπτώσεις. Είμεθα πουρίστες. Σε αυτό το σπίτι είθισται να είναι είτε whiskey barbecue sauce είτε σάλτσα roquefort. Και μπέικον, το είπα; Διπλό.
Επέλεξα ένα υπέρκομψο ορεινό πελοποννησιακό Tannat από το κτήμα Πυργάκη για το μπιφτέκι μου και ο Μάκης με κοντράρει με αγαπημένο βελούδινο Μalbec από την Αργεντινή και τη Bodega El Porvenir de Cafayate.
Τις ημέρες εκείνες που αισθανόμαστε φουλ υγιεινιστές -αλλά παρ’ όλα αυτά αρνούμαστε να στήσουμε μια γρήγορη σαλάτα- ή προσπαθούμε απλώς να κάνουμε εντύπωση στους vegan αδύνατους φίλους μας, θα διαλέξουμε φαλάφελ σε αραβική πίτα από λατρεμένα αυθεντικά μαγαζιά στα πέριξ της Ομόνοιας. Τα ολόφρεσκα, τραγανά και φουλ μυρωδάτα ρεβιθοκεφτεδάκια συνοδεία πίκλας και σάλτσας ταχινιού δε με απογοήτευσαν ποτέ.
Το φινετσάτο Chinon του οινοποιείου Olga Raffault από το Λίγηρα θα συνοδεύσει τα φαλάφελ μου ενώ ο Μάκης θα επιλέξει την υπερ-ένωση Κρήτης και Σαντορίνης και τις εκφραστικές Ρίζες2 από την Ηλιάνα Μαλίχιν και το Σπύρο Χρυσό.
Όταν πάλι προσπαθούμε να κάνουμε εντύπωση ο ένας στον άλλον με επιλογές που πιθανόν δοκιμάσαμε ο καθένας μόνος του (στα κρυφά φυσικά!) επιλέγουμε κάθε λογής ασιατικό, με κοινή αδυναμία στο βιετναμέζικο ή στο ταϊλανδέζικο. Τα εναλλάσσουμε γιατί δε μπορούμε να διαλέξουμε ποτέ το νούμερο 1 ανάμεσα στις δυο εθνικές κουζίνες. Γιατί φυσικά μεγαλώσαμε με μαμάδες να μας κυνηγούν το μεσημέρι της Κυριακής γύρω από την τραπεζαρία για να φάμε το pho ή pad thai μας όσο είναι ζεστό.
Θα πιω το μπαχαράτο Cinsaut του οινοποιείου Μπελίδη ως περίφημο μπαλαντέρ και ο Μάκης επιλέγει Down Under και το εξωτικά αρωματικό Sauvignon Blanc Wild Rock.
Και φυσικά θα κλείσω τη λίστα αυτή των δικών μας κλασικών προτιμήσεων με sushi. Τι νομίζατε; Γιατί ναι, δεν είχαμε στο χωριό μας αλλά το μάθαμε μεγαλώνοντας και τώρα αποτελεί αδυναμία μεγάλη. Ιδίως για όσους αγαπούν το φρέσκο ψάρι, όπως εμείς και εκτιμούν τις φοβερά μαστόρικες ιαπωνέζικες τεχνικές που το αναδεικνύουν. Θα είμαι πάντα χαρούμενη είτε με μια επιλογή από nigiri, sashimi και maki, είτε με ένα μπολ Toro-Don με τον περίφημο καψαλισμένο ζουμερό τόνο από το hole-in-the-wall στο κέντρο της Αθήνας, όλοι-ξέρετε-που, όσο ακόμα το Τόκυο φαντάζει μακρινό.
Το ψάρι ζητά Σαντορίνη και σούπερ ορυκτότητα από το Pure του οινοποιείου VSV ενώ ο γνωστός γαλλόφιλος διαλέγει την τραγανή οξύτητα του φρουτένιου ροζέ Minuty Prestige από την Προβηγκία.
Και μην αναρωτιέστε γιατί ξεκινήσαμε γυμναστική εδώ κι ένα χρόνο. Λέμε σε όλους για την καλή φυσική κατάσταση και την ευεξία που μας προσφέρει. Ψέμματα, παιδιά. Για να τρωγοπίνουμε με άνεση. Ορίστε, το είπα. Τι καταλάβατε τώρα;
Αγαπημένα και δοκιμασμένα:
Leave a comment