Καλαμάρι, αγάπη μου.

Ζέστανε ο καιρός πια. Να πάμε στη θάλασσα. Ας μην κολυμπήσετε εσείς, να κάνω μια βουτιά. Με κοιτούν περίεργα. Μα γιατί όχι; Αφού θέλω πολύ και δεν κρυώνω σας λέω. Πόσο ακόμα να το τονίσω; Μη με θεωρήσεις υπερβολική μόνο. Ήμουν από εκείνα τα παιδάκια -ακόμα είμαι δηλαδή- που πάντα πάσχιζες να βγάλεις από το νερό. Όλο βουτιές από τους ώμους του μπαμπά και απλωτές και μακροβούτια. Και διαγωνισμός ποιος θα τα καταφέρει καλύτερα. Όσο ήμασταν μικρά με τον αδερφό μου, πάντα κέρδιζα. Μετά πάντα προσπαθούσα μέχρι τέλους χωρίς δισταγμό. Έπρεπε λοιπόν κάτι πολύ καλό να μου τάξεις για να βγω. Κανένα γαυράκι τηγανητό ή καλαμαράκια με τραγανά πλοκάμια.

Καλαμάρι, σου λέει ο άλλος, εξαιρετική ιδέα. Ή μάλλον του λες εσύ. Συνδυασμένο με το ελληνικό καλοκαίρι. Πού πήγε το μυαλό σου; Όπου πηγαίνει πάντα, καλαμαράκια τηγανητά ή στο τσακίρ κέφι εκείνα τα θηριώδη θράψαλα τα γεμιστά, που κάνουν συνήθως οι ψαροταβέρνες. Αλλά φευ… δεν εννοούσα αυτό. Τώρα βγαίνουν σιγά σιγά οι διεθνείς επιρροές από τα διαβάσματα που έκανα τόσα χρόνια. Στην Αμερική δεν έχω πάει ακόμα. Αλλά το surf and turf μου θα το κάνω.

Και γέμισα τα φρέσκα καλαμάρια με τα πλοκάμια τους ψιλοκομμένα, πιπεριά Φλωρίνης, κρεμμύδι, σκόρδο, ξύσμα λεμονιού, τζίντζερ (αναμενόμενο) και καπνιστό μοσχαρίσιο λουκάνικο και όσα μυρωδικά είχα, στη συγκεκριμένη περίπτωση το εξής ένα, μαϊντανό. Και το τσορίθο θα πήγαινε, αν υπήρχε στο ψυγείο. Τα έκλεισα με οδοντογλυφίδα σταυροβελονιά, τα πέρασα στη γκριλιέρα να σημαδευτούν με ρίγες της μοδός μπρος και πίσω και τα έψησα στο φούρνο μέσα σε σάλτσα ντομάτας με ελαιόλαδο, κόκκινο κρασί και κάπαρη.Λουκούμι, παιδιά μου. Κανένας δε με κοιτούσε περίεργα, σας διαβεβαιώ.

 

Η φιάλη, που στάθηκε δίπλα στη βόμβα αυτή, ήταν λευκή. Αναπάντεχα τριζάτη, αρωματική, υπέροχα όξινη με παλμό και πάθος. Πάθος γηπεδικό. Marcus Molitor Dry Riesling του 2013. Ένα γερμανικό Riesling μεταλλικό και νευρώδες. Από εκείνα τα κρασιά που έχουν αποφασίσει να χαραχθούν στη μνήμη σου χορεύοντας βασανιστικό καρσιλαμά στον ουρανίσκο. Τέτοια διάρκεια. Θα συνόδευε εξαιρετικά και ένα πλατώ τυριών. Μου άρεσε τόσο, που αν είχα και δεύτερη φιάλη, θα την έπινα αντί επιδορπίου. Χωρίς γλυκό φυσικά. Δώρο στον εαυτό μου.

Μήπως όμως αντί για τη θάλασσα, να ζητήσω το ταξίδι στην Αμερική;