Η κουζίνα είναι πεδίο μάχης. Δεν κερδίζεις πάντα αλλά δίνεις τις μάχες σου με το κεφάλι ψηλά και με αμείωτη φιλοδοξία, στη δική μου περίπτωση. Αν δε δοκιμάσεις ακόμα κι εκείνη την τρελή ιδέα που σου ήρθε έχοντας κατά νου εκείνη την κορεάτικη συνταγή από εκείνο το επεισόδιο της αγαπημένης σου εκπομπής (ναι, το Chef’s table εννοώ), πώς θα μάθεις; Όχι, να μαγειρεύεις μόνο αλλά κυρίως να έχεις εμπιστοσύνη στο μυαλό, στο ένστικτο και στη μύτη σου.
Και σε ρωτούν λοιπόν κάποτε -αφού έχεις ήδη απαντήσει την αντίστροφη ερώτηση λέγοντας τυρί, τυρί, τυρί– ποιο είναι αυτό το βασικό υλικό χωρίς το οποίο θα μπορούσες να ζήσεις με άνεση, αυτό που δε θα αναζητήσεις ποτέ ξανά. Θα απαντούσα με περισσή ευκολία ότι αυτό για μένα είναι το κοτόπουλο. Στη συνέχεια σε ρωτούν ποια είναι εκείνη η συνταγή που φτιάχνεις με κλειστά τα μάτια, με υλικά που έχεις στο σπίτι και τυγχάνει πάντα καθολικής αποδοχής ενθουσιάζοντας μικρούς και μεγάλους. Θα απαντούσα πάλι το κοτόπουλο.
Η μαμά μου λοιπόν είναι ήρεμη δύναμη. Σαν εκείνους τους ανατολίτες πολεμιστές που σε έχουν τουμπάρει χωρίς να σε ακουμπήσουν καν. Στο τραπέζι όμως έδινε ζωτικές μάχες για να φάμε. Με μένα γιατί δεν έτρωγα γενικώς. Με το μικρό γιατί δε στεκόταν να φάει. Ήταν είτε πάνω στο τραπέζι είτε κάτω από το τραπέζι είτε στο κάγκελο του μπαλκονιού. Εκτός κι αν είχαμε φακές. Παράξενο παιδί. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Το μεθυσμένο κοτόπουλο είναι ξεχωριστό για μένα και τον αδερφό μου. Και για όσους το έφαγαν έκτοτε. Είναι εκείνο το φαγητό που μας έκανε η μαμά μας και μας ξετρέλαινε πάντα. Μια απλή συνταγή που έχει μοιραστεί σε τόσα χέρια, ων ουκ έστιν αριθμός. Η δική μου εκδοχή έχει μικρές παρεμβάσεις αλλά κατά βάθος παραμένει η ίδια. Στρώνεις το ταψί ή το πυρέξ με πικάντικο κασέρι, άνωθεν αυτού γεμίζεις με ξεψαχνισμένο στήθος κοτόπουλου βρασμένο σε λευκό κρασί, βάζεις αλάτι και πιπέρι κατά βούληση, ροκφόρ ή μπλε τυρί τριμμένο με τα δάκτυλα και στο τσακίρ κέφι μπέικον περασμένο στο τηγάνι. Στα μυρωδικά έχετε το ελεύθερο. Εγώ βάζω ρίγανη, θυμάρι, μπόλικο μαύρο πιπέρι και καπνιστή πάπρικα. Τελειώνετε με άλλη μία στρώση κασέρι. Πώς αλλιώς; Αντί για την κλασική κρέμα γάλακτος μπορείτε να το περιλούσετε με γιαούρτι αραιωμένο με γάλα ή αριάνι. Ψήνετε και ξερογλείφεστε ώσπου να ετοιμαστεί. Μετά γίνεται πόλεμος.
Και πάντα μυρίζει μανούλα.
Υπάρχει ένα ελληνικό κρασί, που ζει γι’ αυτή τη συνταγή. Το Chardonnay από το Κτήμα Άλφα. Πλούσιο στη μύτη και στη γεύση, βαρελάτο χωρίς να επικαλύπτει τα αρώματα των φρούτων και με ζωηρή επίγευση. Ένα κρασί που θα ικανοποιήσει τους γονείς σας, τους κουμπάρους και το μυστήριο φίλο σας που μυρίζει τα κρασιά ψάχνοντας το άγουρο ακτινίδιο. Δε θα το βρει σε αυτό το ποτήρι πάντως.
Eleni Nanopoulou
To κατέφερες καλύτερα από τη μανούλα!
Maroula
Ποτέ δε θα γίνει αυτό! Είσαι η έμπνευσή μου!
Roxanne
Μαρούλα μου, να γράφεις κι άλλο. Λατρεύω τις λέξεις σου και τις εικόνες που μοιράζεσαι μαζί μας.
Επίσης – αυτό το κείμενο σχεδόν θα κάνει χορτοφάγο να αλλαξοπιστήσει. 🙂
Maroula
Όταν το αίτημα είναι τόσο γλυκό και προέρχεται από έναν άνθρωπο σαν εσένα, δε μπορώ παρά να υποκύψω. Τώρα… το θελκτικόν του πράγματος ας μείνει στη θεωρία για τους χορτοφάγους. Οι δοκιμαστές ανά τα χρόνια συνηγορούν στη νίκη επί οποιασδήποτε άλλης κοτόπιτας.