Not an expert for sure

Η σχέση μου με το κρασί είναι όσο συνηθισμένη γίνεται. Ξεκίνησε χωρίς να γνωρίζω τίποτα και συνεχίζει πάνω κάτω στο ίδιο επίπεδο. Δεν μυρίζω την υγρή χλόη, πιθανότατα δεν θα έβρισκα ούτε τα προφανή σε μια τυφλή δοκιμή και σίγουρα δεν έχω προσδοκίες για οινικά αρκτικόλεξα δίπλα στο όνομα μου.  Είμαι όμως ένας πραγματικά παθιασμένος οινόφιλος (#winelover sic).

Η μεταστροφή μου από απλό αδαή σε οινόφιλο αδαή έγινε με έναν τρόπο που σήμερα μετά από χρόνια στο μυαλό μου μοιάζει μαγικός.

Τω καιρώ εκείνο συνηθίζαμε με τον τότε συνεργάτη μου να παίρνουμε το μεσημεριανό μας σε ένα γνωστό και αγαπημένο στέκι των Θεσσαλονικιών της γενιάς μας, τον “Οινοχόο”. Ο “Οινοχόος” για τους περισσότερους είναι φημισμένος για τα πεντανόστιμα πιάτα και τις γενναίες μερίδες του. Αυτός άλλωστε ήταν και ο αρχικός λόγος που τον προτιμούσαμε σχεδόν καθημερινά.

Στο μυαλό μου τότε δεν υπήρχε ούτε σαν υπόνοια η σχέση του ονόματος του μαγαζιού με το κρασί. Έτσι μια μέρα και αφού είχαμε ήδη εξοικειωθεί με τον Στέλιο, τον ιδιοκτήτη, εγώ και ο συνεργάτης μου είχαμε την φαεινή ιδέα να του ζητήσουμε μια μάλλον ανορθόδοξη λύση στην διχογνωμία των γεύσεών μας. Βλέπεις ο ένας (εγώ) έβρισκε το χύμα κόκκινο που πίναμε κάπως ξηρό, ενώ ο άλλος ήταν φανατικός λάτρης του ημίγλυκου. Η ιδέα μας ήταν να μας κάνει ένα mix των δύο επιλογών που υπήρχαν σε χύμα κόκκινο με την ελπίδα να μείνουμε και οι δύο ικανοποιημένοι .

Με την άνεση που σου δίνει η άγνοια, μεταφέραμε την ιδέα μας στον Στέλιο. Τώρα πια, μπορώ να φανταστώ την αντίδραση που θα είχε μέσα στο κεφάλι του όταν μας άκουσε. Ευτυχώς για εμάς αντί για ξεγύρισμα μας απάντησε με μια αντιπρόταση.

“Κοιτάξτε να δείτε, αυτό που ζητάτε δεν είναι σωστό. Καλά παιδιά φαίνεστε, έρχεστε τακτικά και θα ήταν κρίμα να σας αφήσω έτσι. Θα κάνουμε μια δοκιμή. Θα σας δώσω να δοκιμάσετε μία φιάλη κρασιού που από αυτά που ακούω, πιστεύω ότι θα σας καλύψει και τους δυο. Αν σας αρέσει την πίνετε, αν όχι, κερασμένη από εμένα δεν πληρώνετε τίποτα για το κρασί.”

Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο ήταν αυτό το πρώτο κρασί που ήπιαμε εκείνη την ημέρα, αλλά παρότι δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που έπινα ένα “καλό” κρασί ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που κάποιος μου εξήγησε τι πίνω. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως ήταν ένα τίμιο, καθημερινό Αγιωργίτικο. Πρώτη φορά άκουσα κάτι για την Νεμέα, πέρα από το λιοντάρι της και για πρώτη φορά κάποιος έδειξε την υπομονή να μου εξηγήσει ένα, δύο βασικά στοιχεία γύρω από το κρασί που έπινα.

Το επόμενο διάστημα  οι επισκέψεις μας στον “Οινοχόο” συνεχίστηκαν με την ίδια συχνότητα αλλά με ένα ιδιαίτερο στοιχείο. Κάθε φορά ο Στέλιος μας διάλεγε ένα διαφορετικό κρασί και συνήθως ένα ελαφρώς καλύτερο από το προηγούμενο. Μετά από μια σειρά δοκιμών μας γύριζε πίσω, στα πιο “ταπεινά” κρασιά ώστε να καταλάβουμε τις διαφορές.

Για χρόνια ο Στέλιος υπήρξε η κύρια οινική επιρροή μου και η μπάρα του “Οινοχόου” το πεδίο αμέτρητων δοκιμών. Ποτέ δεν αναφερθήκαμε σε βαθμολογίες, ποτέ δεν συζητήσαμε για αρώματα μάνγκο και λάιτσι παρά μόνο για ωραία, νόστιμα, αγαπημένα και λιγότερο αγαπημένα κρασιά. Συζητήσεις που μπορεί στα αυτιά των ειδικών να ακούγονται απλοϊκές αλλά για μένα αυτή εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη προσέγγιση ακόμα και σήμερα. Γι’αυτό τονίζω πως δεν είμαι ειδικός αλλά παθιασμένος οινόφιλος.

Καλά κρασιά κύριε Στέλιο, καλά κρασιά φίλοι οινόφιλοι. 

 

Η περίφημη μπάρα του Οινοχόου

Η περίφημη μπάρα του Οινοχόου